- οπισθόχωμα
- τοστρ. το χώμα που προέρχεται από τη διάνοιξη χαρακωμάτων και ρίχνεται στο πίσω μέρος τους, για να προφυλάσσονται οι στρατιώτες από τις εχθρικές βολές από τα νώτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek